- προδαῆναι
- προδαῆναιknow beforehandaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδαήναι — Α 1. το να γνωρίζει κανείς κάτι εκ τών προτέρων 2. το να μαθαίνει κανείς κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δαῆναι, απρμφ. παθ. αορ. τού άχρηστου ρ. δάω «γνωρίζω, μαθαίνω»] … Dictionary of Greek
προδέδαεν — προδαῆναι know beforehand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) προδαῆναι know beforehand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδαείς — προδαῆναι know beforehand pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδαέντες — προδαῆναι know beforehand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)